συνοικήτωρ

συνοικήτωρ
συνοικ-ήτωρ, ορος, , = foreg.,
A

ξ. ἐμοί A.Eu.833

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνοικήτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικήτωρ — και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, ορος, ὁ, Α συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ξυνοικήτωρ — συνοικήτωρ , συνοικήτωρ masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικητόρων — συνοικήτωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικήτορι — συνοικήτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”